νεικείω
Look at other dictionaries:
νεικείω — (Α) ιων. τ. βλ. νεικέω … Dictionary of Greek
νεικείω — νεικέω quarrel pres subj act 1st sg νεικέω quarrel pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» … Dictionary of Greek